συφιλιδικός

συφιλιδικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύφιλη
2. (το αρσ. και το θηλ, ως ουσ.) ο συφιλιδικός, η συφιλιδική
αυτός που πάσχει από σύφιλη
3. αυτός που προκαλείται από σύφιλη («συφιλιδικό εξάνθημα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύφιλη. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συφιλιδικός — ή, ό 1. αυτός που έχει προσβληθεί από σύφιλη. 2. αυτός που αναφέρεται στη σύφιλη: Συφιλιδικό έλκος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”